φοινικοφαης

φοινικοφαης
    φοινικοφαής
    φοινῑκο-φαής
    2
    отливающий пурпуром
    

(πούς, sc. τοῦ κύκνου Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φοινικοφαης" в других словарях:

  • φοινικοφαής — ές, Α αυτός που φαίνεται πορφυρός, που δίνει την εντύπωση τού πορφυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + φαής (< φάος / φῶς), πρβλ. λευκο φαής, χρυσο φαής] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοφαῆ — φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φοινῑκοφαῆ , φοινικοφαής ruddy glancing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»